-
1 φυλάκιο(ν)
τό1) пост, сторожевая будка, сторожевая башня; караульная будка, караульное помещение;τό προχωρημένο φυλάκιο(ν) — передовой пост; — секрет;
προωθημένα φυλάκια — боевое охранение;
2) застава; сторожевой отряд; полевой караул;μεθοριακό φυλάκιο(ν) — пограничная застава
-
2 φυλάκιο(ν)
τό1) пост, сторожевая будка, сторожевая башня; караульная будка, караульное помещение;τό προχωρημένο φυλάκιο(ν) — передовой пост; — секрет;
προωθημένα φυλάκια — боевое охранение;
2) застава; сторожевой отряд; полевой караул;μεθοριακό φυλάκιο(ν) — пограничная застава
-
3 φυλάκιο
караулатаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > φυλάκιο
-
4 φυλάκιο
bekçi kulübesi, nöbetçi -
5 застава
застава ж το φυλάκιο пограничная \застава το μεθοριακό φυλάκιο* * *жτο φυλάκιοпограни́чная заста́ва — το μεθοριακό φυλάκιο
-
6 застава
-ы θ.1. παλ. πύλη (είσοδος πόλης)• φυλάκιο διοδίων πόλης.2. βλ. шлагбаум.3. (στρατ.) φυλάκιο μεθοριακό.4. φρουρά (στρατιωτικό τμήμα). -
7 караульный
επ.1. της φρουράς•— начальник διοικητής φρουράς•- ое помещение ή -ая будка φυλάκιο, σκοπιά•
-ая служба υπηρεσία της φρουράς.
2. ως ουσ. α. φρουρός, σκοπός.3. ως ουσ. θ. -ая φυλάκιο, σκοπιά (χώρος). -
8 сторожка
-и θ.η σκοπιά• το φυλάκιο•лесная сторожка φυλάκιο δασοφύλακα.
-
9 блокпост
ж.-д. το φυλάκιο του σηματοδότηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > блокпост
-
10 аванпост
аванпостм воен. τό προχωρημένο φυλάκιο[ν]. -
11 казино
казино с нескл. τό καζίνο, казна ж уст. τό δημόσιο[ν], τό ταμε-ῖο[ν]:государственная \казино τό θησαυρο-φυλάκιο[ν]. -
12 караульный
караул||ьный1. прил τής φρουράς:\караульныйьная служба ἡ ὑπηρεσία (τής) φρουρᾶς· \караульныйьная будка τό φυλάκιο, ἡ σκοπιά· \караульныйьное помещение τό φυλακείο·2. м (часовой) ὁ φρουρός, ὁ σκοπός. -
13 передовой
передов||о́йприл1. πρωτοπόρος, προοδευμένος, προχωρημένος:\передовойая линия ἡ πρώτη γραμμή· \передовой отряд прям., перен τό πρωτοπόρο ἀπόσπασμα· \передовой пост τό προκεχωρημένο φυλάκιο·2. (прогрессивный) προοδευτικός:\передовойые взгляды οἱ προοδευτικές ἀντιλήψεις, οἱ προοδευτικές Ιδέες· \передовойая техника ἡ πρωτοπόρο τεχνική· ◊ \передовойая статья τό κύριο ἄρθρο[ν]. -
14 секрет
секретм1. τό μυστικο[ν], τό κρυφό:по \секрету ὑπό ἐχεμύθειαν, κρυφά· сообщить, сказать что́-л. под большим \секретом λέγω κάτι ὑπό ἀπόλυτη ἐχεμύθειαν держать в \секрете φυλάγω (или κρατώ) μυστικό· выдавать \секрет προδίδω τό μυστικό·2. воен. τό προ(κε)χωρημένο φυλάκιο· ◊ \секрет полишинеля ирон. τό κοινό μυστικό, ὁ κόσμος τώχει τούμπανο κ' ἐμεϊς κρυφό καμάρι. -
15 προχωρημένες
η, ο1) продвинутый, выдвинутый вперёд;προχωρημένεςο φυλάκιο — аванпост;
2) перен. развивающийся, прогрессирующий (о болезни и т. п.); зашедший слишком далеко (в чём-л. плохом);3) передовой, высокоразвитый; 4) продвинутый, сделавший большие успехи;είναι πολύ προχωρημένες στα μαθήματα — он очень успешно занимается;
§ προχωρημένεςη ηλικία — преклонный возраст;
σε προχωρημένεςη ηλικία — в преклонном возрасте;
προχωρημένεςη ώρα — поздний час
-
16 φυλακείον
τό1) см. φυλάκιο[ν]; 2) гауптвахта -
17 outpost
(a distant place: The island was an outpost of the nation.) ακριτικό φυλάκιο/ακριτική περιοχή -
18 sentry-box
noun (a small shelter for a sentry.) φυλάκιο -
19 будка
-и θ.μικρό παράπηγμα• φυλάκιο•жилая μικρούτσικο σπιτάκι•
железнодорожная будка το οριοφυλάκιο σιδηρ.γραμμής•
военная, постовая, караульная, сторожевая будка ή будка часового η σκοπιά του σκοπού, του φύλακα.
|| θαλαμίσκος, καμπίνα•телефонная будка ο τηλεφωνικός θαλαμίσκος•
суфлерская будка το υποβολείο•
собачья будка το κουμάσι.
-
20 гауптвахта
-ы θ.1. κρατητήριο στρατιωτικών.2. παλ. φυλάκιο στρατιωτικό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυλάκιο — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 63 μ.), στην πρώην επαρχία Ορεστιάδας, του νομού Έβρου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (40 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν ο Κέραμος (υψόμ. 50 μ.) και το Αμμόβουνον. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 710 μ.)… … Dictionary of Greek
φυλάκιο — το 1. οίκημα όπου μένει ο φύλακας ή οι φύλακες. 2. στρατιωτικό απόσπασμα το οποίο επιτηρεί τις προφυλακές στρατεύματος που σταθμεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Fylakio — Φυλάκιο … Deutsch Wikipedia
μάγδωλος — και μαγδώλ, ῶλος, ὁ (Α) πύργος, μικρό στρατιωτικό φυλάκιο, οικοδόμημα που χρησίμευε ως φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικό δάνειο. Ο τ. συνδέεται με εβρ. migdal «πύργος» και με αιγυπτιακό τοπωνύμιο Μαγδωλός και Μαγδώλα] … Dictionary of Greek
μαγδωλοφύλαξ — μαγδωλοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο φύλαξ, λιμενο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
Μπασδέκης — Επώνυμο οικογένειας αρματολών από το Πήλιο. 1. Αστέρης ή Αστέριος. Ήταν πρωτοπαλίκαρο του πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου και πήρε μέρος στους αγώνες κατά του Αλή πασά. Του είχε δοθεί το αρματολίκι του Πηλίου. 2. Θανάσης. Διαδέχτηκε τον Αστέρη στο… … Dictionary of Greek
Fylakio — or Filakio (Greek, Modern: Φυλάκιο), older form: on also with an a accented is a village in the northwestern part of the Evros Prefecture in Greece located west of Turkey and Edirne, southeast of Ormenio and Svilengrad, Bulgaria, north of… … Wikipedia
Fylakio (disambiguation) — Fylakio (Greek: Φυλάκιο) may refer to several places in Greece:*Fylakio, a village in the Evros prefecture *Fylakio, a place in the Kastoria prefecture? … Wikipedia
Isla Failaka — جزيرة Isla Failaka Localización … Wikipedia Español
Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… … Dictionary of Greek
αρχιφύλακας — ο (Α ἀρχιφύλακας, ακος) ο επικεφαλής των φυλάκων σε κάποια μονάδα ή φυλάκιο νεοελλ. βαθμός ανώτερος από τον βαθμό του αστυφύλακα … Dictionary of Greek